- έντριτος
- (AM ἔντριτος, -ον)(για σχοινί) φρ. «ἔντριτον λίνον ή σπαρτίον ή σχοινίον» — το σχοινί που κατασκευάζεται από τρία συνεστραμμένα έμβολα*, δηλ. από τρεις κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνομσν.1. αυτός που μεσιτεύει, ο μεσεγγυητής2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριτονφεουδαλικός φόρος ίσος με το ένα τρίτο τού εισοδήματος, η εντριτεία.
Dictionary of Greek. 2013.